- πλινθευτής
- ὁ, Α [πλινθεύω]αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλινθευταί — πλινθευτής brickmaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθιακός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός πλινθευτής, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος (πρβλ. θηρ ιακός: θηρ ίον)] … Dictionary of Greek